- μελῳδητός
- μελῳδ-ητός, ή, όν,A to be sung, used in singing, Plu.2.389f, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μελωδητός — μελῳδητός, ή, όν (ΑM) [μελωδώ] αυτός που μπορεί να τόν ψάλλει κάποιος με μελωδία … Dictionary of Greek
μελῳδητόν — μελῳδητός to be sung masc acc sg μελῳδητός to be sung neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμελώδητος — ἀμελώδητος, ον (Α) [μελωδητός] αυτός που δεν μελωδήθηκε, ατραγούδιστος … Dictionary of Greek
μελωδητικός — μελῳδητικός, ή, όν (Α) [μελωδητός] αυτός που προκαλείται από μελωδία … Dictionary of Greek